κακοψημένος

κακοψημένος
η , ο плохо зажаренный, недожаренный; пережаренный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κακοψημένος" в других словарях:

  • κακοψημένος — η, ο αυτός που δεν έχει ψηθεί καλά ή έχει ψηθεί υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • ακαλόψητος — η, ο [καλόψητος] 1. κακοψημένος, κακοβρασμένος 2. εκείνος που ψήνεται δύσκολα …   Dictionary of Greek

  • κακόψητος — η, ο (Μ κακόψητος, ον) αυτός που δύσκολα ψήνεται ή βράζεται, δυσκολόψηστος, δυσκολόβραστος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ψηθεί καλά, κακοψημένος, άψητος, άβραστος …   Dictionary of Greek

  • κακοψήνω — κακόψησα, κακοψήθηκα, κακοψημένος, δεν ψήνω καλά: Το γλυκό κακοψήθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακόψητος — η, ο κακοψημένος: Οι μπριζόλες είναι κακόψητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»